πιλαλώ

πιλαλώ
πιλάλησα
1. αμτβ., τρέχω: Πιλαλώ ολημερίς στους κάμπους.
2. μτβ., κάνω κάποιον να τρέξει, να καλπάσει: Πιλάλα τα πρόβατα!

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πιλαλώ — Ν βλ. πηλαλώ …   Dictionary of Greek

  • πηλαλώ — και πιλαλώ, άω, Ν τρέχω πολύ γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. ἀπηλάλησα τού ἀπολαλῶ «φλυαρώ», ενώ κατ άλλους από το μσν. ἐπιλαλῶ (φλυαρώ, απ όπου και η γρφ. πιλαλώ). Τέλος, σύμφωνα με μια άλλη άποψη, από το αρχ. ἐπελαύνω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”