- πιλαλώ
- πιλάλησα1. αμτβ., τρέχω: Πιλαλώ ολημερίς στους κάμπους.2. μτβ., κάνω κάποιον να τρέξει, να καλπάσει: Πιλάλα τα πρόβατα!
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.